Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολιβδούς — μολιβδοῡς, ῆ, οῡν (Α) βλ. μολύβδεος … Dictionary of Greek
μολύβδεος — και μολίβδεος, έα, ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, ή, οῡν (Α) μολύβδινος, από μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα εος (πρβλ. αργύρ εος, χρύσ εος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος] … Dictionary of Greek